Μια μέρα, η μικρή Ελένη ξύπνησε και άκουσε έναν περίεργο θόρυβο στο σαλόνι.
Γκουπ… γκουπ… γκουπ.
Πλησίασε δειλά και τότε τον είδε:
Ένας μεγάλος, γκρι ρινόκερος καθόταν αναπαυτικά στην κόκκινη οικογενειακή πολυθρόνα, κρατώντας ένα βιβλίο ανάποδα.
- Ε… συγγνώμη... είπε η Ελένη, εσύ… πώς μπήκες εδώ;
Ο ρινόκερος ανασήκωσε το κεφάλι του.
- Από την πόρτα. Όπως όλοι. Και… μπορείς να με βοηθήσεις; Νομίζω το κρατάω λάθος αυτό το βιβλίο.
Η Ελένη γέλασε.
- Το κρατάς ανάποδα!
- Το ήξερα! είπε εκείνος. Είμαι ρινόκερος, όχι ρομπότ. Αλλά μαθαίνω!
Κάθισε δίπλα της και άρχισε να διαβάζει—και, προς έκπληξή της, διάβαζε υπέροχα!
- Πώς ξέρεις να διαβάζεις; τον ρώτησε.
- Τα ζώα έχουν κι αυτά δικαιώματα, δυνατότητες, και… ενδιαφέροντα, είπε χαμογελώντας, απλώς κάποιοι άνθρωποι δεν το βλέπουν.
Από εκείνη την ημέρα, ο ρινόκερος έγινε ο καλύτερος φίλος της Ελένης.
Κάθε απόγευμα καθόταν στην πολυθρόνα με ένα παραμύθι, κι εκείνη κουλουριαζόταν δίπλα του και άκουγε.
- Θες μια ιστορία για δράκους ή για σύννεφα που μιλάνε; ρωτούσε εκείνος.
- Και τα δύο! έλεγε η Ελένη.
- Παραγγελία δεκτή! απαντούσε εκείνος και ξεκινούσαν.
Οι γονείς της, όμως, είχαν πάντα δουλειές.
- Ελένη, πάρε το tablet λίγο να απασχοληθείς, έλεγε η μαμά βιαστικά.
- Μα θέλω να σας πω κάτι…
- Μετά, αγάπη μου. Τώρα πρέπει να τελειώσω μια δουλειά.
Ο ρινόκερος αναστέναζε.
- Βλέπεις, μικρή μου; της είπε ένα απόγευμα.
- Τι;
- Ό,τι βλέπεις… το κάνεις. Και δεν φταις εσύ. Τα παιδιά είναι σαν σφουγγάρι. Ρουφούν ό,τι τους δείχνουν οι μεγάλοι.
Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι.
- Μα εγώ θέλω να περνάμε χρόνο μαζί…
- Το ξέρω, είπε εκείνος, απλά κάποια στιγμή θα το καταλάβουν κι εκείνοι!
Ένα βράδυ, ο ρινόκερος σηκώθηκε απότομα.
Ξεκίνησε να περπατάει προς τους γονείς, που είχαν τα μάτια κολλημένα στις οθόνες τους.
- Συγγνώμη… μπορώ να σας μιλήσω; είπε ευγενικά.
Οι γονείς σήκωσαν το βλέμμα έκπληκτοι.
- Εσείς… μιλάτε;
- Μιλάω, διαβάζω, και ξέρω και καλούς τρόπους! είπε περήφανα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ξέρετε… η Ελένη χρειάζεται εσάς. Όχι οθόνες. Όπως και κάθε παιδί. Μια αγκαλιά, μια ιστορία, λίγη προσοχή. Αυτά δεν αντικαθίστανται με tablet.!
Ο μπαμπάς άφησε το κινητό στο τραπέζι.
- Νομίζαμε ότι έτσι την απασχολούσαμε...
- Την απασχολείτε, ναι, είπε ο ρινόκερος. Αλλά δεν την μεγαλώνετε έτσι. Η καρδιά μεγαλώνει με παρουσία, με λόγια, με αγάπη!
Η μαμά δάκρυσε λίγο.
- Δεν το είχαμε καταλάβει...
Ο ρινόκερος τους χαμογέλασε.
- Ποτέ δεν είναι αργά για να κάτσετε κι εσείς… στην πολυθρόνα.
Εκείνο το βράδυ ήταν διαφορετικό.
Η μαμά έσβησε το tablet. Ο μπαμπάς άφησε το κινητό. Η Ελένη τους κοίταξε με έκπληξη.
- Θες να διαβάσουμε μαζί; ρώτησε η μαμά.
- Να κάτσουμε όλοι εδώ; συμπλήρωσε ο μπαμπάς.
Η Ελένη έτρεξε και αγκαλιάστηκε μαζί τους. Ο ρινόκερος έκανε λίγο χώρο στην πολυθρόνα.
- Ελάτε όλοι… χωράμε είπε ας μην χωρούσαν ακριβώς — αυτό δεν είχε καμία σημασία!
Διάβασαν, γέλασαν, μοιράστηκαν ιστορίες.
Και από τότε, κάθε βράδυ, η πολυθρόνα έγινε το πιο μαγικό σημείο του σπιτιού. Γιατί ένα παιδί θέλει έναν άνθρωπο δίπλα του. Έναν άνθρωπο — ή έναν ρινόκερο — που να το ακούει. Και το κατάλαβαν όλοι πως: Η αγάπη δε φωτίζει από μια οθόνη… αλλά από μια αγκαλιά!
Αθανασία Παπαδοπούλου
30-11-2025
