Η Μαρία ζει με την μαμά της τα τελευταία 10 χρόνια.
Φθινόπωρο και τα γυμνά καφέ κλαδιά είναι αυτά που παρακολουθεί η Μαρία πίσω απ΄ το παράθυρο λες και περιμένει να αλλάξει κάτι. Κλαδιά, φύλλα που πέφτουν και η καταχνιά δεν αργεί να έρθει. Όσο κοντοζυγώνει η νύχτα θολώνουν τα τζάμια απ΄ την υγρασία και όσο οι νύχτες γίνονται μεγαλύτερες οι σκιές των ανθρώπων που περνούν απ΄ τον δρόμο μακραίνουν. Το φεγγάρι μένει μόνο και κοιτάει λοξά σαν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.
Ο απορροφητήρας είναι καιρό τώρα χαλασμένος και είναι ένας λόγος παραπάνω για τα θολωμένα τζάμια. Παραπονέθηκε στη μαμά της γι΄ αυτό η Μαρία αλλά της εξήγησε ότι είναι σε απομακρυσμένη περιοχή και τον άλλο μήνα που θα είναι καλύτερα οικονομικά θα το φτιάξουνε.
Η Μαρία τα πρωινά που ξυπνάει στέκεται πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι και με ανυπομονησία καρτερά να δει τον κόσμο που όλη μέρα τρέχει να πάει στη δουλειά του. Τα παιδιά με τις σάκες στους ώμους, άλλα χαρούμενα, αλλά νυσταγμένα. Άνθρωποι θλιμμένοι, άγνωστοι στη Μαρία αλλά βλέποντάς τους κάθε μέρα γνώριμοι πλέον. Άνθρωποι που κάθε μέρα κάνουν το ίδιο δρομολόγιο πέρα-δώθε.
Όσο μεσημεριάζει και ο ήλιος λάμπει στον ουρανό ευτυχώς το τζάμι ξεθολώνει και η Μαρία μπορεί να βλέπει πιο ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Ωραίος ο ήλιος μονολογεί η Μαρία, ο αστέρας του ηλιακού μας συστήματος και το λαμπρότερο ουράνιο σώμα στη Γη! Ακόμα και όταν ο ήλιος λάμπει μέσα απ΄ τα σύννεφα δεν παύει να φέγγει και να φαίνεται σαν πίνακας ζωγραφικής!
Η μαμά της παραπονιέται που ακόμα και το φαγητό της θέλει να το τρώει μπροστά στο θολωμένο παράθυρο, αλλά δεν της χαλάει χατήρι. Η Μαρία πλέον έχει μάθει όλους τους ανθρώπους . Έχει και ένα τετράδιο μαζί της και σημειώνει.
Η κυρία με το σκυλάκι που φοράει γυαλιά ηλίου κάθε μέρα, κάτι μεγάλα καφέ εντυπωσιακά, ντύνεται πάντα με φανταχτερά ρούχα, βαμμένη με ένα έντονο κόκκινο κραγιόν αλλά είναι πάντα μόνη. Εκείνη και το σκυλάκι της. Άραγε γιατί να είναι μόνη; Τι παρελθόν να είχε; Τέλειο περιτύλιγμα και μέσα θυμός, χαμηλή αυτοεκτίμηση που σέρνει από πίσω της ματαίωση λόγω έλλειψης αγάπης ; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Κάθε μέρα περνάει 11:10 και επιστρέφει στις 12:05.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι χεράκι χεράκι με τα πονεμένα μάτια περνάει 11:20 και επιστρέφει 11:55. Kάτι κρύβουν αυτά τα πονεμένα μάτια τους μαζί με την αρχοντιά και την λεβεντιά που τους διακρίνει. Γιατί άλλο πονεμένος και άλλο θλιμμένος. Τη θλίψη ο άνθρωπος πολλές φορές την κάνει σημαία, γιατί θέλει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του άλλου, επιζητά την προσοχή. Ενώ ο πόνος αυτό που διακρίνει η Μαρία στο ηλικιωμένο ζευγάρι είναι κάτι που ο άλλος δεν το διαλέγει, έρχεται μια μέρα και απλά τον υπομένεις. Και ποιος ξέρει τι να έχει συμβεί σ΄ αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι.
Καθημερινή συνήθεια για την Μαρία, να παρατηρεί πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι τόσο κόσμο καθημερινά και να έχει και γραπτώς το προφίλ όλων αυτών των ανθρώπων κατά τη δική της πάντα εκτίμηση. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν αυτός μπροστά απ΄το σπίτι της. Ένα λεωφορείο δηλαδή όλο και όλο περνούσε! Υπήρχε ένα πάρκο , η εκκλησία η πλατεία και 2 καφενεία.
Η Μαρία είχε ένα τετράδιο που είχε καταγράψει 80 προσωπικότητες, την κυρία με το σκυλάκι, το ηλικιωμένο ζευγάρι κ.ο.κ και άλλο ένα τετράδιο που το είχε χωρίσει σε 4 στήλες . Ημερομηνία, τον καιρό (ήλιος, βροχή κτλ)ώρα αναχώρησης, ώρα επιστροφής . Επί ένα χρόνο η Μαρία κατέγραφε καθημερινά όλους τους κατοίκους, μικρούς μεγάλους, την ώρα που περνούσαν. Τον καιρό, την ώρα που περνούσαν, την ώρα που επέστρεφαν. Τόμοι τα τετράδια διπλά της. Μοβ, μπλε, ροζ, πράσινα, όλα οργανωμένα με τη σειρά και στοιχισμένα. Τίποτα δεν άλλαζε στα προφίλ, τίποτα στην ώρα αναχώρησης -επιστροφής. Το μόνο που άλλαζε; Οι εποχές του χρόνου και μαζί ο καιρός.
Ήταν 20 Οκτώβρη και ο καιρός ήταν βροχερός. Μια έντονη θαμπάδα βροχής από αυξημένη υγρασία και λόγω ξηρής ατμόσφαιρας έκανε τις σταγόνες τις βροχής να εξατμίζονται πριν φτάσουν στο έδαφος. Περίεργο φαινόμενο και η Μαρία το κατέγραψε σκουπίζοντας ταυτόχρονα έντονα πολλές φορές το θολωμένο τζάμι για να μπορεί να βλέπει έξω μιας και ήταν ώρα αιχμής. Η υγρασία της δημιούργησε πρόβλημα και τα πρόσωπα τη σημερινή μέρα τα έβλεπα θολωμένα.
Γυρίζοντας το κεφάλι της είδε την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή και το νερό να τρέχει χείμαρρος.
Μαμά, τι κάνεις τέτοια ώρα στο μπάνιο και μάλιστα με ανοιχτή την πόρτα; Κλείσε το νερό! Δεν ξέρεις πως όταν κάνουμε μπάνιο με πολύ ζεστό νερό ο αέρας στο δωμάτιο ζεσταίνεται και έτσι περιέχει περισσότερο νερό με τη μορφή ατμού;
Απάντηση δεν πήρε. Η Μαρία έβαλε τα κλάματα ουρλιάζοντας. Ο απορροφητήρας ανοιχτός, χωρίς να υπάρχει τίποτα πάνω στο μάτι της κουζίνας, η βρύση του μπάνιου ανοιχτή και υδρατμοί παντού στο σπίτι σε όλα τα τζάμια.
Ξαφνικά στο θολωμένο τζάμι που εκείνη κοιτούσε επί 1 χρόνο τώρα, χωρίς να της ξεφεύγει τίποτα και που πλέον δεν φαινόταν τίποτα και κανείς απ έξω είδε γραμμένες δυο λέξεις: ΣΕ ΕΙΔΑ!
Άρχισε να φωνάζει αλλά μάταια. Το ζεματιστό νερό της μπανιέρας είχε ξεχειλίσει και πλέον ερχόταν προς το μέρος της. Φωνές δυνατές επαναλάμβαναν τις λέξεις, ΣΕ ΕΙΔΑ, ΣΕ ΕΙΔΑ, ΣΕ ΕΙΔΑ, ΣΕ ΕΙΔΑ...
Τα νερά έβγαιναν απ΄ το μπάνιο με ορμή λες και κάποιος έσπασε τους σωλήνες και το σπίτι σιγά σιγά πλημμύριζε. Η Μαρία ανήμπορη να κάνει κάτι φώναζε έντρομη τη μητέρα της. Καμία απάντηση δεν έπαιρνε...Καθώς πλησίαζε στο μπάνιο μετά δυσκολίας μιας και οι ατμοί είχαν δημιουργήσει τοπίο στην ομίχλη διέκρινε την μητέρα της νεκρή μέσα στη μπανιέρα με κομμένες φλέβες!
Μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι και τραπεζαρία πλημμύριζαν με αίμα και νερό, βγάζοντας όπως ήταν φυσικό μια δυσοσμία. Οι πόρτες κλειδωμένες και ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει ο κόσμος που περνούσε έξω απ΄ το σπίτι. Μα πως μπορούσε να διακρίνει πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι; Αστραπιαία σκέφτηκε να γράψει κάτι. Με μεγάλη δυσκολία έφτασε μπροστά στο θολωμένο τζάμι και έγραψε ΒΟΗΘΕΙΑ!
Η ώρα ήταν 4 το μεσημέρι, δύσκολη ώρα για τους κατοίκους να κυκλοφορούν τέτοια ώρα, οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει σπίτι τους. Καμία ελπίδα σκέφτηκε η Μαρία και άλλο ένα πρόβλημα προστέθηκε. Από τους υδρατμούς τα γράμματα στο θολωμένο τζάμι άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται σταγόνες .
Το νερό μέσα στο σπίτι σταμάτησε ξαφνικά. Η Μαρία πήγε στο μπάνιο. Η μπανιέρα δεν είχε νερό, η μητέρα της ήταν στην κουζίνα και παντού υδρατμοί απ΄ τον χαλασμένο απορροφητήρα καθώς η μητέρα της μαγείρευε !
Η ώρα πέρασε, νύχτωσε και το ξημέρωμα βρήκε τη Μαρία στο θολωμένο τζάμι με τα τετράδια γύρω της.
Τα μάτια της στράφηκαν στο τζάμι, ήταν η ώρα που περνούσε ο κόσμος, κι όμως κανείς δεν υπήρχε έξω! Τα φύλλα απ΄ τα δέντρα ακούνητα σαν πίνακας ζωγραφικής!
Ένας ξαφνικός θόρυβος της απέσπασε την προσοχή απ΄ το θολωμένο τζάμι και καθώς γύρισε το κεφάλι της αντίκρυσε μέσα στο σπίτι της όλους αυτούς που κάθε μέρα έβλεπε! Την κυρία με το σκυλάκι, το ηλικιωμένο ζευγάρι, τη μαμά με τα παιδιά, όλους! Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη όταν όλοι μαζί με το ίδιο βήμα κατευθυνόμενοι προς το μέρος της της είπαν: “Σε είδαμε πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι”! Η Μαρία άρχισε να ουρλιάζει όσο πλησίαζαν προς το μέρος της . Έφτασαν τόσο κοντά της όπου η Μαρία δεν είχε άλλο χώρο να μετακινηθεί. Όλοι μαζί επανέλαβαν: “Σε είδα πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι”. Προσπάθησε να μην τους κοιτάει και γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του δρόμου. Τότε είδε ένα λεωφορείο γεμάτο με κόσμο. Οδηγός ήταν ο πατέρας της. Απ΄ το θολωμένο τζάμι δεν μπορούσε να διακρίνει τον κόσμο γιατί και το λεωφορείο είχε θολά τζάμια απ΄ την υγρασία! Το λεωφορείο σταμάτησε και κατέβηκε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Όση ώρα ήταν σταματημένο ο κόσμος μέσα στο σπίτι δεν μιλούσε και η Μαρία κατάφερε να διακρίνει αρκετά πρόσωπα μέσα στο λεωφορείο.
Μα όλοι αυτοί ήταν οι κάτοικοι του χωριού. Ένα παιδί έγραψε στο τζάμι του λεωφορείου: Σε είδα πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι και έτρεξε να προλάβει να κατέβει προτού κλείσουν οι πόρτες . Πήδηξε τα σκαλοπάτια αλλά γλίστρησε και σε δευτερόλεπτα βρέθηκε κάτω απ΄ τις ρόδες του λεωφορείου. Η Μαρία βλέποντας κάτι τέτοιο φώναζε στον κόσμο μέσα στο σπίτι της να τρέξουν να βοηθήσουν! Κανείς δεν άκουγε. Ο οδηγός ξεκίνησε και πάτησε τα πόδια του παιδιού! Τα ουρλιαχτά τον έκαναν να φρενάρει απότομα . Άνοιξε τις πόρτες και απ΄ την ταραχή του ξέχασε να βάλει χειρόφρενο. Πήδηξε και βρέθηκε στο παιδί που με κομμένα σχεδόν πόδια εκλιπαρούσε για βοήθεια! Την πήρε στην αγκαλιά του καθώς το λεωφορείο με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς έλεγχο πλέον κατευθυνόταν στο γκρεμό. Όλα έγιναν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το λεωφορείο έπεσε στο γκρεμό, ο θάνατος για όλους ακαριαίος!
Ο οδηγός λιποθύμησε, το παιδί μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο χάνοντας και τα δυο του πόδια.
Λίγο καιρό αργότερα στην απολογία του και χωρίς να έχει συνέλθει ψυχολογικά κρίθηκε για τον θάνατο όλων ένοχος με 18 χρόνια κάθειρξης. Προσπαθώντας εκείνη την ημέρα στη δίκη να βγάλει ένα χαρτί απ΄ την τσέπη του δεν άντεξε και έπαθε καρδιακό επεισόδιο. Επακολούθησε έμφραγμα όπου και κατέληξε.
Το χαρτί έγραφε: Ζητώ συγγνώμη απ΄ όλους, περνάω τον ίδιο πόνο με εσάς μιας και το ίδιο μου το παιδί το καθήλωσα σε αναπηρικό αμαξίδιο!
Ξαφνικά η μνήμη της Μαρίας επανήλθε. Ο πατέρας της οδηγούσε το λεωφορείο εκείνη την ημέρα και σταμάτησε να την αφήσει έξω απ΄ το σπίτι τους. Είχε υπερβολική υγρασία και τα τζάμια του λεωφορείου καθώς επίσης και οι καθρέφτες είχαν θολώσει. Η μαμά της στεκόταν πάντα στο παράθυρο περιμένοντάς την. Εκείνη, λίγο πριν κατέβει έγραψε : Σε είδα πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι, γέλασε και έτρεξε πηδώντας τα σκαλοπάτια του λεωφορείου. Η μαμά της είχε ανοίξει διάπλατα τα χέρια της για να την αγκαλιάσει όπως κάθε μέρα. Ο μπαμπάς κόρναρε στη μαμά δυο φορές συνθηματικά χαμογελώντας της ! Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έγινε το κακό!
Από τότε η μαμά φροντίζει τη Μαρία στο αναπηρικό αμαξίδιο, όμως οι συγγενείς των θυμάτων δεν τους συγχώρεσαν ποτέ. Ζητούσαν δικαιοσύνη θέλοντας να σκοτώσουν την μητέρα της!
Όλοι μαζί έτρεξαν στο μπάνιο γεμίζοντας με ζεματιστό νερό την μπανιέρα. Πήραν 2 αιχμηρά αντικείμενα και σέρνοντας την μητέρα της στη μπανιέρα τις έκοψαν τις φλέβες. Νερό και αίμα έγιναν ένα.
Η πόρτα της εισόδου άνοιξε και ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπήκε μέσα, ενώ το νερό με το αίμα έτρεχαν χείμαρρος σαν ποτάμι. Η Μαρία είδε στα μάτια τους τον παππού και τη γιαγιά της . Μα ήταν εκείνο το ζευγάρι που περνούσε έξω απ΄ το σπίτι της με τα πικραμένα μάτια! Δηλαδή οι γονείς του πατέρα της. Ήταν οι μοναδικοί αυτοί που είχαν κατέβει απ΄ το λεωφορείο στην προηγούμενη στάση λίγο πριν το μοιραίο!
Μα ο κόσμος συνέχισε: Σε είδα πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι. Το ηλικιωμένο ζευγάρι ζήτησε απ΄ όλους να κοιτάξουν στο δρόμο, Το λεωφορείο ήταν άδειο, μια σκιά φαινόταν στη θέση του οδηγού. “Μπαμπά” φώναξε η Μαρία. Όλοι βγήκαν έξω απ΄ το σπίτι τρέχοντας προς τον οδηγό έτοιμοι να τον λιντσάρουν! Τότε η Μαρία φώναξε με όλη της την δύναμη! Μπαμπά κοίτα στο τζάμι! Η Μαρία είχε γράψει : Σε βλέπω πίσω απ΄ το θολωμένο τζάμι. Ο πατέρας της γύρισε τα μάτια του στο παράθυρο και είπε ταυτόχρονα σε όλους τους επιβάτες: “Μισό λεπτό να αγκαλιάσω την κόρη μου, κοιτάξτε τι μου έγραψε”.
Κάπως έτσι το λεωφορείο έκανε την πρωτελευταία στάση εκεί. Η βροχή ήταν δυνατή αλλά τι τον ένοιαζε, το παιδί του έτρεξε να αγκαλιάσει! ‘Ολοι κοιτούσαν απ΄ τα θολωμένα τζάμια τον οδηγό και πατέρα που με τόση αγάπη αγκάλιασε το παιδί του. Όταν επέστρεψε όλοι συγκινημένοι τον χειροκρότησαν . Δάκρυα και βροχή έγιναν ένα. Στην τελευταία στάση μη μπορώντας να δει απ΄ τα θολωμένα τζάμια ένα ηλικιωμένο ζευγάρι προσπάθησε να περάσει γρήγορα το δρόμο. Δυστυχώς τα φρένα δεν έπιασαν εγκαίρως και έγινε το μοιραίο. Το ζευγάρι ήταν οι ηλικιωμένοι γονείς του! Σκοτώθηκαν ακαριαία. Επικράτησε αναστάτωση.
Οι γονείς όμως πάντα συγχωρούν το παιδί τους ακόμα και όταν το ίδιο θα τους έχει σκοτώσει! Οι παππούδες λοιπόν της Μαρίας άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού της και ζήτησαν απ΄ όλους να τον συγχωρέσουν όπως έκαναν οι ίδιοι! Όλοι συγκινημένοι και με κατεβασμένο το κεφάλι έφυγαν. Κάπως έτσι η οικογένεια συνέχισε τη ζωή τους. Καμιά φορά αυτό το ζευγάρι η Μαρία νομίζει ότι το βλέπει όταν έχει πολύ υγρασία. Ο πατέρα της άλλαξε το παράθυρο και έβαλε ένα που απορροφά την υγρασία, έφτιαξε και τον απορροφητήρα και έτσι η Μαρία ξέχασε για πάντα το θολωμένο τζάμι.
Το σπίτι νοικιάστηκε ύστερα από πολλά χρόνια. Μια οικογένεια από μια ξένη πόλη ήρθε να μείνει. Το παιδί της οικογένειας διέκρινε μια ζωγραφιά πάνω από το τζάμι.
Μαμά κοίτα, εδώ έμεναν πολλοί άνθρωποι, το σπίτι θα είναι πολύ μεγάλο, τι ωραία! Θα έχω και δικό μου δωμάτιο.
Η ζωγραφιά απεικόνιζε μια οικογένεια με το παιδί τους σε αμαξίδιο, μια γιαγιά, έναν παππού και πολλά άτομα από πίσω με μορφή αγγέλων!
Η μαμά σάστισε. Το παιδί συνέχισε λέγοντας: Θέλω εδώ να μου φτιάξετε το δωμάτιο μου γιατί το τζάμι θολώνει και θα μπορώ να γράφω ότι θέλω!
Ο πατέρας είπε: Ο απορροφητήρας είναι χαλασμένος, δεν πειράζει θα τον φτιάξουμε.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε η οικογένεια της Μαρίας και η ίδια. Κανείς ποτέ δεν είδε όμως και τη νέα οικογένεια!
Στο θολωμένο τζαμί ένα πωλητήριο κολλημένο χωρίς τηλέφωνο κρέμεται μέχρι και σήμερα ...
Αθανασία Παπαδοπούλου
Το διήγημα γράφτηκε στις 27-10-24 ταξιδεύοντας από Χανιά για Πειραιά με το καράβι “ΚΙΣΣΑΜΟΣ”.