«Γνωριζόμαστε;» ρώτησε η κοπέλα που καθόταν στο σκαμπό του μπαρ του αεροδρομίου στο Heathrow (LHR), κοιτάζοντας έναν κύριο που την παρατηρούσε επίμονα.
«Μάλλον όχι», απάντησε εκείνος χαμογελώντας, «αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι τα γαλαζοπράσινα μάτια σας δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από κανέναν άντρα. Μοιάζουν με τροπικά νερά· σε προκαλούν να βουτήξεις στα βαθιά χωρίς τύψεις και αναστολές».
«Παντρεμένος και απελπισμένος;» απάντησε η Κάρεν, ενώ το βλέμμα της γλίστρησε διακριτικά στο χέρι του ψάχνοντας για βέρα.
«Λάτρης του γυναικείου φύλου. Τόμας. Ταξιδεύω για Βοστώνη. Εσείς;»
«Κάρεν. Για Βοστώνη κι εγώ».
«Να κεράσω το τρίτο;»
«Έχω όρια, σε όλα, κύριε Τόμας. Τα όρια χρειάζονται για να συνυπάρχουμε αρμονικά, χωρίς παραβιάσεις — με σεβασμό και κατανόηση».
«Επάγγελμα; Να μαντέψω… ψυχολόγος;»
«Δικηγόρος. Εσείς δεν έχετε όρια;»
«Δεν χρειάζονται όρια σε όλα, μην έχετε αυταπάτες. Παντρεμένη;»
«Χωρισμένη, με ένα παιδί».
«Φαίνεστε μικρή».
«Τριάντα πέντε ετών. Και πολύ φιλόδοξη».
«Δυναμική γυναίκα, με λίγα λόγια αυτό που αναζητά κάθε άντρας και εύχεται να βρει».
«Καλή συνέχεια, και σου εύχομαι να βρεις αυτό που σου αξίζει».
«Χάρηκα, Κάρεν. Ελπίζω να τα ξαναπούμε. Η Βοστώνη είναι μεγάλη πόλη — κάποια μέρα μπορεί να συναντηθούμε».
Ο Τόμας έμεινε να την κοιτάζει καθώς η Κάρεν κατευθυνόταν προς την πύλη. Το κολλητό μαύρο παντελόνι της, το λευκό πουκάμισο, οι ψηλές μπότες και το λυγερό της κορμί ήταν η φαντασίωση κάθε άντρα. Πτήση 327. Θέσεις 3Α και 3Β.
«Από ό,τι φαίνεται, τίποτα δεν γίνεται τυχαία, κυρία μου. Διπλανές θέσεις... και ποιος άντρας δεν θα ήθελε να είναι στη θέση μου;»
«Για όλα υπάρχει λόγος, κύριε Τόμας».
«Τελικά, να το κεράσω εκείνο το τρίτο;»
«Όπως είπα, έχω όρια. Τα όρια θέτουν σωστές βάσεις για καλές σχέσεις, τόσο στις τυπικές όσο και στις πιο κοντινές».
«Δεν μπορώ, όμως, να σας κρύψω τον θαυμασμό μου. Είστε ένα πανέμορφο πλάσμα. Θα ήθελα να… βρεθούμε, έστω και για λίγο, αν είμαι εντός των ορίων σας».
«Για λίγο; Μάλιστα…»
«Θα σηκωθώ να πάω στην τουαλέτα. Αν θέλετε, μπορώ να σας περιμένω για λίγο εκεί».
Ο Τόμας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Την ώρα που πήγαινε να βγει, η Κάρεν μπήκε μέσα, σχεδόν απαρατήρητη. Λίγα λεπτά αργότερα, και οι δύο ήταν ξανά στις θέσεις τους.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων. Το ταξίδι διήρκεσε αρκετές ώρες. Όταν έφτασαν, αντάλλαξαν τηλέφωνα, με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν.
Ο Τόμας επέστρεψε στο σπίτι του και βρήκε τη γυναίκα του σε μια κατάσταση χάους· ασχολούνταν με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της.
Η δουλειά του, σε μια διαφημιστική εταιρεία, είχε να κάνει με πωλήσεις — πράγμα που σήμαινε συνεχή ταξίδια. Τα οικονομικά τους ήταν καλά, αλλά τα είχαν χωρισμένα. Αυτό που νοσούσε ήταν η σχέση τους, ο γάμος τους. Και, αλήθεια, πόσο εύκολα συνεχίζεις όταν η επικοινωνία έχει χαθεί; Κι όμως, συνεχίζεις. Γιατί υπάρχουν συμφέροντα, συνήθειες, φόβοι.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, η Άλισον —η σύζυγός του— χρειάστηκε να εισαγάγει τη μητέρα της στο νοσοκομείο για μια σοβαρή επέμβαση. Επρόκειτο να μείνει μαζί της το πρώτο διάστημα της ανάρρωσης.
Η επέμβαση, όμως, δεν πήγε καλά. Η μητέρα της Άλισον παρουσίασε επιπλοκή, λόγω λανθασμένης χορήγησης φαρμάκου κατά την αναισθησία. Ύστερα από λίγες μέρες στην εντατική, κατέληξε. Η νεκροψία απέδειξε την ιατρική αμέλεια.
Ο γιατρός, η ομάδα του και η διοίκηση του νοσοκομείου συγκρούστηκαν με την Άλισον. Έτσι ξεκίνησε ένας δικαστικός πόλεμος.
Ο Τόμας της είπε πως καλό θα ήταν να συμβιβαστεί με το χρηματικό ποσό που θα της προσέφεραν — «Δεν θα βγει τίποτα», της είπε. «Θα φθαρείς ψυχολογικά και στο τέλος… η μητέρα σου δεν θα γυρίσει πίσω».
Η Άλισον δεν δέχτηκε. Είχε αποφασίσει πως θα το κυνηγήσει. Πίστευε ότι μόνο έτσι θα αναπαυόταν η ψυχή της μητέρας της.
Ο Τόμας, εκείνο το διάστημα, χρειάστηκε να λείψει ξανά για επαγγελματικό ταξίδι.
Καθώς περίμενε την πτήση της επιστροφής για Βοστώνη, γνώρισε μια πανέμορφη Ισπανίδα, την Κάρμεν. Ήταν καλλονή – το βλέμμα της μαγνήτιζε, η φωνή της είχε εκείνη τη χαρακτηριστική προφορά που έκανε κάθε λέξη να ακούγεται πρόσκληση.
Ύστερα από καθυστέρηση των πτήσεων και με τη βεβαιότητα πως οι δρόμοι τους θα χώριζαν πολύ σύντομα, βρέθηκαν στις τουαλέτες του αεροδρομίου. Μια στιγμή έντονου πάθους, γρήγορη, σχεδόν μηχανική. Μια στιγμή που έμοιαζε να ξεφεύγει από κάθε λογική, αλλά να υπακούει σε μια βαθύτερη ανάγκη – τη φυγή.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Τόμας επέστρεψε στη Βοστώνη.
Είχε ήδη ξεκαθαρίσει στη σύζυγό του πως δεν συμφωνούσε με όλο αυτό που έκανε – τη δικαστική διαμάχη με το νοσοκομείο – και δεν θα ανακατευόταν.
«Δεν έχω περιθώριο να λείπω από τη δουλειά», της είπε. «Ούτε να μπλεχτώ σε δίκες».
Η Άλισον δεν αντέδρασε. Ήξερε πως είχε δίκιο, τουλάχιστον ως προς τη δουλειά. Ήταν, όμως, ακόμη βαθιά πληγωμένη από τον χαμό της μητέρας της και την αδιαφορία του. Δεν είχε συνέλθει, δεν είχε κλείσει καν τις εκκρεμότητες της ψυχής της.
Η Άλισον ήταν μοναχοκόρη. Τον πατέρα της τον είχε χάσει πριν δύο χρόνια, ξαφνικά, από καρδιακή προσβολή. Ήταν διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων, με καλό όνομα στην αγορά, τελειομανής και αυστηρή με τον εαυτό της. Είχε χτίσει μόνη της τη φήμη της, μέσα από δουλειά, ήθος και διακριτικότητα.
Όμως, όση δύναμη κι αν είχε στα επαγγελματικά της, στο προσωπικό της κομμάτι ένιωθε όλο και πιο μόνη.
Ο Τόμας δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί ούτε στην κηδεία της μητέρας της – έτυχε, λέει, να βρίσκεται πάλι σε επαγγελματικό ταξίδι.
Ένα ακόμα ράγισμα, μια ακόμα σιωπή ανάμεσά τους.
Σε ένα από τα επόμενα ταξίδια του, ο Τόμας γνώρισε μια νεαρή Ρωσίδα, την Τίνα. Ίδιες συνθήκες, ίδιο μοτίβο. Μια γνωριμία της στιγμής, ένα βλέμμα στο αεροδρόμιο, λίγα λόγια, ένα ποτό. Η πτήση καθυστερούσε 24 ώρες. Έμειναν μαζί σε ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο — μια «όμορφη και γρήγορη βραδιά», όπως θα έλεγε ο ίδιος αργότερα, δίχως τύψεις.
Κι έτσι κυλούσε η ζωή του ζευγαριού.
Ταξίδια ο Τόμας, δουλειά και «παρελκόμενα».
Αγώνας και γραφειοκρατία η Άλισον.
Δύο παράλληλες ζωές που μοιράζονταν απλώς τη διεύθυνση ενός σπιτιού.
Περίπου οκτώ μήνες αργότερα, η Άλισον είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Η δίκη θα ξεκινούσε σε λίγες μέρες.
Την ίδια περίοδο, σε ένα ακόμα επαγγελματικό ταξίδι του Τόμας, μια είδηση πάγωσε τα πάντα:
Μια νεαρή γυναίκα από τη Ρουμανία, η Μόνικα Μοκάνου, 32 ετών, βρέθηκε δολοφονημένη στις τουαλέτες του αεροδρομίου.
Το αεροδρόμιο αποκλείστηκε, όλες οι πτήσεις ακυρώθηκαν.
Οι επιβάτες υποχρεώθηκαν να παραμείνουν έγκλειστοι σε ένα ξενοδοχείο του χώρου μέχρι νεωτέρας.
Ο Τόμας επικοινώνησε με τη σύζυγό του, της εξήγησε τι συνέβη, προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Όλα θα λυθούν, μην ανησυχείς», της είπε.
Μόνο που αυτή τη φορά, τίποτα δεν θα λυνόταν τόσο εύκολα.
Ύστερα από δύο εικοσιτετράωρα, οι αρχές συνέλαβαν τον Τόμας.
Κατηγορούνταν για τον φόνο της Μόνικα Μοκάνου, από την Τιμισοάρα.
Ζήτησε δικηγόρο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Η δίκη ορίστηκε να διεξαχθεί στη Ρουμανία.
Κράτησε μία εβδομάδα.
Ο Τόμας, ανήμπορος, σε μια ξένη χώρα, χωρίς υποστήριξη και με όλα τα στοιχεία εναντίον του. Οι κάμερες ασφαλείας τον έδειχναν να κατευθύνεται στις τουαλέτες, λίγα λεπτά πριν μπει εκεί η Μόνικα.
Στο κινητό της βρέθηκε ένα βίντεο διάρκειας 90 δευτερολέπτων – ερωτικής πράξης.
Κι αυτό δεν ήταν το μόνο.
Ύστερα από μυστική έρευνα της Interpol, βρέθηκαν νεκρές και οι δύο προηγούμενες γυναίκες: η Κάρμεν από την Ισπανία και η Τίνα από τη Ρωσία.
Σε κάθε υπόθεση, υπήρχε ένα βίντεο 90 δευτερολέπτων με τον ίδιο πρωταγωνιστή – τον Τόμας.
Η Άλισον, σοκαρισμένη, έλαβε κι εκείνη όλο το υλικό της δίκης. Δεν ζήτησε ελαφρυντικά.
«Θέλω την παραδειγματική του τιμωρία», είπε.
Ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει στη μνήμη αυτών των άτυχων γυναικών.
Ο Τόμας, συντετριμμένος, δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα.
Ναι, είχε συνευρεθεί μαζί τους – το παραδέχτηκε.
Όχι, δεν τις είχε σκοτώσει.
Τα 90 δευτερόλεπτα αποδείκνυαν την ερωτική πράξη, όχι το έγκλημα.
Τα 90 δευτερόλεπτα, όμως, ήταν αρκετά για να του κλείσουν για πάντα το σπίτι, ίσως και τη ζωή.
Πέρασαν πέντε χρόνια.
Πέντε ολόκληρα χρόνια εγκλεισμού, σιωπής, ντροπής και αμφιβολίας.
Ο Τόμας κρατούνταν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Ρουμανία, δίχως να έχει πάψει ούτε στιγμή να φωνάζει για την αθωότητά του.
Όλοι τον είχαν ξεγραμμένο — και η Άλισον, και οι φίλοι, και η ίδια του η χώρα.
Μέχρι που μια γυναίκα, διορισμένη δικηγόρος του κράτους, μπήκε στη ζωή του: η Σορίνα.
Ήταν νέα, δυναμική, με εκείνη την ήρεμη αποφασιστικότητα που δεν χρειάζεται φωνές για να επιβληθεί.
Πέρασε μήνες ολόκληρους δίπλα του, προσπαθώντας να ξετυλίξει το κουβάρι της υπόθεσης.
Του ζήτησε να της πει την αλήθεια — όλη την αλήθεια.
Ο Τόμας της μίλησε.
Της είπε για όλα: για την Κάρεν, την Κάρμεν, την Τίνα, για την αδυναμία του στις όμορφες γυναίκες, για την έλλειψη έρωτα στη ζωή του.
Μα ορκίστηκε πως δεν είχε σκοτώσει καμία.
Μια λεπτομέρεια — κάτι που δεν της είχε πει αρχικά — ήταν εκείνο που την έκανε να πιστέψει πως έλεγε την αλήθεια.
Ένα σημάδι στο λαιμό της Κάρεν, που δεν υπήρχε στα βίντεο.
Κι ένα ρολόι, που σταμάτησε στην ώρα του εγκλήματος, αλλά δεν ταίριαζε με τη στιγμή που οι κάμερες τον έδειχναν να φεύγει.
Κάτι δεν κολλούσε.
Η δίκη ξαναξεκίνησε.
Ο Τόμας και η Σορίνα απέναντι σε όλους: το κράτος, τις οικογένειες των θυμάτων, τον κόσμο, ακόμα και τη γυναίκα του.
Δικηγόρος των θυμάτων — και της Άλισον — η Κάρεν. Η ίδια Κάρεν από το Heathrow.
Όταν ο Τόμας την είδε στην αίθουσα, ένιωσε τη γη να ανοίγει κάτω απ’ τα πόδια του.
Τότε κατάλαβε την πλεκτάνη.
Ζήτησε από τη Σορίνα να διακόψει τη δίκη για να της εξηγήσει τι ήξερε.
Εκείνη, όμως, τον σταμάτησε.
«Μην πεις τίποτα ακόμα. Υπάρχουν στοιχεία που θα μιλήσουν μόνα τους».
Όμως δεν πρόλαβε.
Μία μέρα πριν συνεχιστεί η δίκη, η Σορίνα βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της.
Δολοφονημένη.
Η αναστάτωση ήταν τεράστια. Όλα τα μέσα ασχολούνταν με την υπόθεση.
Στο σπίτι της βρέθηκαν έγγραφα και το κινητό της, τα οποία κατασχέθηκαν από την αστυνομία.
Όλα τα στοιχεία πέρασαν στα χέρια του εισαγγελέα.
Ο Τόμας βρέθηκε ξανά μόνος. Χωρίς δικηγόρο, χωρίς μάρτυρες, χωρίς φωνή.
Η δίκη θα συνεχιζόταν, με ή χωρίς υπεράσπιση.
Τότε ήρθε η ανατροπή.
Ο εισαγγελέας ανακοίνωσε ότι, μετά από νέα ανάλυση των στοιχείων, προέκυπτε ότι η Κάρεν — πρώην μοντέλο και νυν δικηγόρος — παγίδευε συζύγους που απατούσαν τις γυναίκες τους.
Σκοπός της ήταν να αποσπά μεγάλα χρηματικά ποσά, καταγράφοντας για 90 δευτερόλεπτα τις ερωτικές συνευρέσεις τους.
Την περίπτωση του Τόμας τη θεώρησε ιδανική. Ένα «δόλωμα» που θα μπορούσε να φτάσει μακριά.
Μόνο που το σχέδιο ξέφυγε από κάθε έλεγχο.
Στο κύκλωμα συμμετείχαν δύο άτομα από το αεροδρόμιο της Κραϊόβα, ένα από το αεροδρόμιο της Ισπανίας και ένα από της Ρωσίας.
Η επιχείρηση εξαρθρώθηκε. Και η αθωότητα του Τόμας αποδείχθηκε πανηγυρικά.
Η Κάρεν, διαμαρτυρόμενη για συκοφαντία, επιχείρησε να παρουσιάσει στο δικαστήριο το βίντεο της ερωτικής πράξης της με τον Τόμας στο αεροπλάνο.
Ο εισαγγελέας, όμως, αρνήθηκε να το δεχτεί.
«Δεν αποδεικνύει φόνο», είπε.
Η Κάρεν καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή και πρόστιμο 500.000 ευρώ.
Ο Τόμας αφέθηκε ελεύθερος.
Εκείνος και η Άλισον γύρισαν στη Βοστώνη, αποφασισμένοι να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
Μα η ζωή, τελικά, είχε άλλα σχέδια.
Το επόμενο πρωινό, ο Τόμας υπέστη έμφραγμα.
Η Άλισον κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο· η κατάστασή του ήταν κρίσιμη.
Πριν μπει στην εντατική, ζήτησε να τη δει.
Ο γιατρός και η Άλισον μπήκαν στο δωμάτιο.
Ο Τόμας, αδύναμος, την κοίταξε στα μάτια.
Κι εκείνη του είπε, ψυχρά, σχεδόν ατάραχα:
«Τόμας… τα 90 δευτερόλεπτα των βίντεο δεν σου στοίχισαν την ελευθερία σου, αλλά κάτι χειρότερο. Την ίδια σου τη ζωή».
Κι ύστερα, στράφηκε προς τον γιατρό.
«Η γυναίκα σου κι εγώ διατηρούμε δεσμό. Εμείς οργανώσαμε το κύκλωμα. Εμείς καταδικάσαμε την Κάρεν. Εμείς σκοτώσαμε τη Σορίνα. Εμείς… και τη μητέρα της γυναίκας σου».
Ο Τόμας πάγωσε. Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
Εκείνοι τράβηξαν το καλώδιο του οξυγόνου και άρχισαν να μετρούν αντίστροφα.
90… 89… 88…
Στο αμφιθέατρο της Βοστώνης, ο διδάκτωρ Εγκληματολογίας και Νομικής, Μάικλ Κ., τελείωσε την ανάγνωση της υπόθεσης.
Κοίταξε τους φοιτητές του.
«Πόσοι βρήκαν τον ένοχο;» ρώτησε.
Μόνο ένας σήκωσε το χέρι.
«Ποιο ήταν το σκεπτικό σου;» τον ρώτησε ο καθηγητής.
Εκείνος στάθηκε όρθιος και είπε:
«Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας το σαράκι της απιστίας, της προδοσίας, του φόνου. Απλώς δεν το παραδεχόμαστε. Κάτι άλλο, όμως, είναι αυτό που το ορίζει. Το χρήμα. Αυτό είναι που κινεί τα πάντα. Τα 90 δευτερόλεπτα ήταν το κίνητρο του θανάτου».
Ο Μάικλ χαμογέλασε πικρά.
«Όλος ο πλανήτης», είπε, «υποκλίνεται στη δόξα του χρήματος. Αυτά τα 90 δευτερόλεπτα… ήταν ο βιασμός της αθωότητάς μας στον βωμό του πλούτου».
Αθανασία Παπαδοπούλου
18-4-21

