Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

ΣΕ ΕΙΔΑ ΠΙΣΩ ΑΠ΄ΤΟ ΘΟΛΩΜΕΝΟ ΤΖΑΜΙ

 

Η Μαρία ζει με τη μαμά της τα τελευταία 10 χρόνια.

Φθινόπωρο και τα γυμνά καφέ κλαδιά είναι αυτά που παρακολουθεί η Μαρία πίσω απ’ το παράθυρο, λες και περιμένει να αλλάξει κάτι. Κλαδιά, φύλλα που πέφτουν και η καταχνιά δεν αργεί να έρθει. Όσο κοντοζυγώνει η νύχτα, θολώνουν τα τζάμια απ’ την υγρασία, και όσο οι νύχτες γίνονται μεγαλύτερες, οι σκιές των ανθρώπων που περνούν απ’ τον δρόμο μακραίνουν. Το φεγγάρι μένει μόνο και κοιτάει λοξά, σαν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.

Ο απορροφητήρας είναι καιρό τώρα χαλασμένος και είναι ένας λόγος παραπάνω για τα θολωμένα τζάμια. Η Μαρία παραπονέθηκε στη μαμά της γι’ αυτό, αλλά εκείνη της εξήγησε ότι είναι σε απομακρυσμένη περιοχή και ότι τον άλλο μήνα, που θα είναι καλύτερα οικονομικά, θα τον φτιάξουν.

Η Μαρία τα πρωινά που ξυπνάει στέκεται πίσω απ’ το θολωμένο τζάμι και με ανυπομονησία καρτερά να δει τον κόσμο που όλη μέρα τρέχει να πάει στη δουλειά του. Τα παιδιά με τις σάκες στους ώμους, άλλα χαρούμενα, άλλα νυσταγμένα. Άνθρωποι θλιμμένοι, άγνωστοι στη Μαρία, αλλά βλέποντάς τους κάθε μέρα, γνώριμοι πλέον. Άνθρωποι που κάθε μέρα κάνουν το ίδιο δρομολόγιο πέρα-δώθε.

Όσο μεσημεριάζει και ο ήλιος λάμπει στον ουρανό, ευτυχώς το τζάμι ξεθολώνει και η Μαρία μπορεί να βλέπει πιο ξεκάθαρα τα πρόσωπα. «Ωραίος ο ήλιος», μονολογεί η Μαρία, «ο αστέρας του ηλιακού μας συστήματος και το λαμπρότερο ουράνιο σώμα στη Γη! Ακόμα και όταν ο ήλιος φέγγει μέσα απ’ τα σύννεφα, δεν παύει να φαίνεται σαν πίνακας ζωγραφικής!»

Η μαμά της παραπονιέται που ακόμα και το φαγητό θέλει να το τρώει μπροστά στο θολωμένο παράθυρο, αλλά δεν της χαλάει χατήρι. Η Μαρία πλέον έχει μάθει όλους τους ανθρώπους. Έχει και ένα τετράδιο μαζί της και σημειώνει:

Η κυρία με το σκυλάκι, που φοράει γυαλιά ηλίου κάθε μέρα, κάτι μεγάλα καφέ, εντυπωσιακά, ντύνεται πάντα με φανταχτερά ρούχα, βαμμένη με ένα έντονο κόκκινο κραγιόν, αλλά είναι πάντα μόνη. Εκείνη και το σκυλάκι της. Άραγε γιατί να είναι μόνη; Τι παρελθόν να είχε; Τέλειο περιτύλιγμα και μέσα θυμός, χαμηλή αυτοεκτίμηση που σέρνει από πίσω της ματαίωση λόγω έλλειψης αγάπης; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Κάθε μέρα περνάει 11:10 και επιστρέφει στις 12:05.

Το ηλικιωμένο ζευγάρι, χεράκι-χεράκι, με τα πονεμένα μάτια, περνάει 11:20 και επιστρέφει 11:55. Κάτι κρύβουν αυτά τα πονεμένα μάτια τους μαζί με την αρχοντιά και τη λεβεντιά που τους διακρίνει. Γιατί άλλο πονεμένος και άλλο θλιμμένος. Τη θλίψη ο άνθρωπος πολλές φορές την κάνει σημαία, γιατί θέλει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του άλλου, επιζητά την προσοχή. Ενώ ο πόνος, αυτό που διακρίνει η Μαρία στο ηλικιωμένο ζευγάρι, είναι κάτι που ο άλλος δεν το διαλέγει: έρχεται μια μέρα και απλά τον υπομένεις. Και ποιος ξέρει τι να έχει συμβεί σ’ αυτό το ζευγάρι.

Καθημερινή συνήθεια για τη Μαρία να παρατηρεί πίσω απ’ το θολωμένο τζάμι τόσο κόσμο καθημερινά και να έχει γραπτώς το προφίλ όλων αυτών των ανθρώπων κατά τη δική της πάντα εκτίμηση. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν αυτός μπροστά απ’ το σπίτι της. Ένα λεωφορείο, δηλαδή, όλο και όλο, περνούσε! Υπήρχε ένα πάρκο, η εκκλησία, η πλατεία και δύο καφενεία.

Η Μαρία είχε ένα τετράδιο που είχε καταγράψει 80 προσωπικότητες — την κυρία με το σκυλάκι, το ηλικιωμένο ζευγάρι κ.ο.κ. — και άλλο ένα τετράδιο που το είχε χωρίσει σε τέσσερις στήλες: ημερομηνία, καιρό (ήλιος, βροχή κτλ.), ώρα αναχώρησης, ώρα επιστροφής. Επί ένα χρόνο η Μαρία κατέγραφε καθημερινά όλους τους κατοίκους, μικρούς και μεγάλους, την ώρα που περνούσαν, τον καιρό, την ώρα που επέστρεφαν. Τόμοι τα τετράδια της. Μοβ, μπλε, ροζ, πράσινα, όλα οργανωμένα με τη σειρά και στοιχισμένα. Τίποτα δεν άλλαζε στα προφίλ, τίποτα στην ώρα αναχώρησης-επιστροφής. Το μόνο που άλλαζε ήταν οι εποχές του χρόνου και μαζί ο καιρός.

Ήταν 20 Οκτώβρη και ο καιρός ήταν βροχερός. Μια έντονη θαμπάδα βροχής από αυξημένη υγρασία και λόγω ξηρής ατμόσφαιρας έκανε τις σταγόνες της βροχής να εξατμίζονται πριν φτάσουν στο έδαφος. Περίεργο φαινόμενο, και η Μαρία το κατέγραψε, σκουπίζοντας ταυτόχρονα έντονα πολλές φορές το θολωμένο τζάμι για να μπορεί να βλέπει έξω, μιας και ήταν ώρα αιχμής. Η υγρασία της δημιούργησε πρόβλημα και τα πρόσωπα τη συγκεκριμένη μέρα τα έβλεπε θολωμένα.

Γυρίζοντας το κεφάλι της είδε την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή και το νερό να τρέχει χείμαρρος.

«Μαμά, τι κάνεις τέτοια ώρα στο μπάνιο και μάλιστα με ανοιχτή την πόρτα; Κλείσε το νερό! Δεν ξέρεις πως όταν κάνουμε μπάνιο με πολύ ζεστό νερό, ο αέρας στο δωμάτιο ζεσταίνεται και έτσι περιέχει περισσότερο νερό με τη μορφή ατμού;»

Απάντηση δεν πήρε. Η Μαρία έβαλε τα κλάματα, ουρλιάζοντας. Ο απορροφητήρας ήταν ανοιχτός, χωρίς να υπάρχει τίποτα πάνω στο μάτι της κουζίνας, η βρύση του μπάνιου ανοιχτή, και οι υδρατμοί παντού στο σπίτι σε όλα τα τζάμια.

Ξαφνικά, στο θολωμένο τζάμι που εκείνη κοιτούσε επί ένα χρόνο, χωρίς να της ξεφεύγει τίποτα, και που πλέον δεν φαινόταν τίποτα και κανείς απ’ έξω, είδε γραμμένες δύο λέξεις: ΣΕ ΕΙΔΑ!

Η Μαρία ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Το μήνυμα ήταν γραμμένο με έναν τρόπο που δεν είχε δει ποτέ ξανά. Το χέρι της έτρεμε καθώς άπλωσε τα δάχτυλά της για να σβήσει τα γράμματα, αλλά όσο τα σκούπιζε, τόσο φαινόταν πιο καθαρά: ΣΕ ΕΙΔΑ!

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ποιος; Πότε; Και γιατί; Σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό της. Η Μαρία ήξερε καλά τους ανθρώπους που καταγράφει καθημερινά. Ήξερε τα ωράριά τους, τα βλέμματά τους, τις κινήσεις τους. Κι όμως, αυτή τη φορά, το μήνυμα ήταν γι’ αυτήν.

Κάθισε πίσω από το παράθυρο, καρφωμένη στην ίδια θέση για ώρα. Ο κόσμος έξω συνέχιζε κανονικά τη ζωή του: οι μαθητές περνούσαν με τις σάκες στους ώμους, το ηλικιωμένο ζευγάρι κρατιόταν χέρι-χέρι, και η κυρία με το σκυλάκι έκανε τον ίδιο κύκλο της όπως πάντα. Κανείς δεν φαινόταν να έχει δει τίποτα.

Η Μαρία άρχισε να αναρωτιέται μήπως το είχε φανταστεί. Μήπως η μοναξιά, η καθημερινή ρουτίνα πίσω από το θολωμένο τζάμι και η εμμονή της με την παρατήρηση είχαν δημιουργήσει κάτι που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα; Άλλαξε γνώμη και πήγε να δει το τετράδιο της για να συγκρίνει. Όλα ήταν ίδια, όπως πάντα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Το βράδυ, μετά το δείπνο, η Μαρία καθόταν στο δωμάτιό της και σκέφτηκε να γράψει κι εκείνη ένα μήνυμα. Δεν ήξερε για ποιον ή πώς, αλλά ένιωσε ότι έπρεπε να απαντήσει. Πήρε ένα στυλό και ένα κομμάτι χαρτί και έγραψε: ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΕ ΕΙΔΑ.

Το χαρτί το άφησε στο παράθυρο, πίσω από το τζάμι. Το πρωί, το μήνυμα είχε εξαφανιστεί. Μήπως το είχε πάρει ο άνεμος; Ή μήπως κανείς δεν το είχε δει ποτέ; Η Μαρία δεν ήξερε. Αλλά για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσε ότι η παρατήρηση δεν ήταν πια μονόδρομος. Κάποιος παρακολουθούσε κι εκείνος με τη σειρά του.

Η ζωή της συνέχισε όπως πριν, με τα ίδια πρόσωπα, την ίδια ώρα, την ίδια βροχή και τον ίδιο ήλιο. Αλλά κάτι είχε αλλάξει μέσα της: ήξερε ότι δεν ήταν πια μόνη. Κάποιος ή κάτι την παρακολουθούσε, και ίσως αυτό να ήταν αρκετό για να δώσει νόημα στις μέρες της.

Η Μαρία συνέχισε να γράφει, να παρατηρεί και να σημειώνει. Όμως τώρα, κάθε φορά που θολώνει το τζάμι από την υγρασία, δεν νιώθει πια μοναξιά. Κοιτάζει τα γράμματα στον υδρατμό, το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, και σκέφτεται: κάποιος με βλέπει όπως κι εγώ βλέπω αυτόν.

Κι έτσι η ζωή πίσω από το θολωμένο τζάμι απέκτησε μια νέα διάσταση. Κάθε μέρα ήταν πια λίγο πιο ζωντανή, λίγο πιο μυστηριώδης, λίγο πιο γεμάτη νόημα.

Αθανασία Παπαδοπούλου

Το διήγημα γράφτηκε στις 27-10-24 ταξιδεύοντας από Χανιά για Πειραιά με το καράβι “ΚΙΣΣΑΜΟΣ”.


ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ...

  Πωλείται φαντασία… σε όποιον θυμάται ακόμα πώς είναι να κοιτάζει τον κόσμο με μάτια παιδιού. Γιατί η φαντασία δεν είναι απλώς ιδέα ή παιχν...