Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025


 

Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από τους στίχους του Νίκου Παπακώστα – «Μπλε Καρέκλες» και τη μουσική που συνέθεσε ο Αντώνης Βάμβουκας.



ΟΙ ΜΠΛΕ ΚΑΡΕΚΛΕΣ



Στη γωνία της Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε ξεθωριασμένες αφίσες, φώτα λεωφορείων και κουρασμένα βήματα, ένας κάδος σκουπιδιών "φιλοξενούσε" κάτι που έμοιαζε παράταιρο, μια μπλε καρέκλα.

Το μπλε της, φθαρμένο, μα ακόμα ζωντανό, έλαμπε κάτω από το φως μιας λάμπας που τρεμόπαιζε, σαν να μην ήθελε ούτε εκείνη να σβήσει.

Στάθηκα μπροστά της χωρίς να ξέρω γιατί. Δεν ήταν απλώς μια καρέκλα — ήταν κάτι πιο βαρύ, σχεδόν συμβολικό. Έμοιαζε σαν να κουβαλούσε πάνω της όλα τα καλοκαίρια που τελείωσαν απότομα, όλες τις παρέες που διαλύθηκαν σιωπηλά, όλα τα όνειρα που κάποτε καθίσαμε να τα σχεδιάσουμε πάνω σε ένα τραπέζι και τα ξεχάσαμε μισά, μαζί με το ποτήρι και το τσιγάρο.

Ένας στίχος ήρθε στο μυαλό μου χωρίς να τον καλέσω:

« Έρχεται κρύο και φυσάει δυνατά,

μεσ΄ την καρδιά μου ζωντανό το καλοκαίρι...»

Η φωνή του Νίκου Παπακώστα αντήχησε σαν ανάμνηση από παλιά ραδιοφωνική εκπομπή. Ίσως γιατί αυτή η μπλε καρέκλα ήταν σαν όλες τις άλλες που είχαμε αγοράσει τότε φτηνά, για να καθόμαστε στα όνειρά μας. Πάνω τους αφήσαμε αναμνήσεις, χαμόγελα, αποδείξεις που ποτέ δεν κρατήσαμε — γιατί πάντα νομίζαμε πως οι στιγμές δεν τελειώνουν.

Θυμήθηκα εκείνο το παλιό καλοκαίρι.

Καθόμασταν σε παρόμοιες μπλε καρέκλες, στο μπαλκόνι της Μαρίας. Ένα ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλά, τα σώματά μας μύριζαν ήλιο και αντηλιακό, και οι λέξεις μας είχαν την απλότητα όσων πιστεύουν πως η ζωή είναι μπροστά.

Ο Αντώνης μιλούσε για το συγκρότημά του, η Μαρία ονειρευόταν να ανοίξει δικό της μαγαζί, κι εγώ έγραφα ιστορίες που δεν τελείωνα ποτέ.

Τώρα, όλοι φύγαμε αλλού. Ο Αντώνης παίζει μουσική σε γάμους, η Μαρία πουλάει κοσμήματα στο διαδίκτυο, κι εγώ ψάχνω ακόμα πώς να τελειώσω τις ιστορίες μου. Ίσως γιατί καμιά ιστορία δεν τελειώνει, απλώς μένει εκεί — σε μια μπλε καρέκλα, στη μέση της πόλης.

Πλησίασα κι ακούμπησα το χέρι μου πάνω της. Ήταν παγωμένη, μα μέσα μου ένιωσα κάτι να ζεσταίνεται. Για μια στιγμή, ο κάδος δεν υπήρχε. Γύρω μου στήθηκε ένα τραπέζι, σαν από καλοκαιρινό καφενείο.

Οι καρέκλες ήταν ίδιες — όλες μπλε.

Καθισμένοι πάνω τους άνθρωποι που κάποτε γνώρισα και τώρα είχαν χαθεί. Μου χαμογελούσαν. Ένας σήκωσε το ποτήρι του, μια άλλη μου έκανε νόημα να πλησιάσω.

Όμως όταν έκανα ένα βήμα, ο αέρας γύρισε και η σκηνή σκορπίστηκε. Μόνο η καρέκλα έμεινε εκεί, πεισματικά παρούσα.

Ίσως να τη φαντάστηκα. Ίσως να με φαντάστηκε κι εκείνη.

Οι μπλε καρέκλες έχουν περίεργη μοίρα.

Ξεκινούν από εργοστάσια κάπου στον Πειραιά, ταξιδεύουν σε καράβια, σε μεγάλα συνέδρια, σε ξενοδοχεία πολυτελείας, σε δεξιώσεις και εγκαίνια. Εκεί κάθονται άνθρωποι με κοστούμια και όνειρα αριθμημένα, γράφουν, υπογράφουν, αποφασίζουν, γελούν μετρημένα!

Ύστερα, οι ίδιες καρέκλες βρίσκουν τον δρόμο τους στα καφενεία των νησιών, στα μπαλκόνια των φοιτητών, στις αυλές των γιαγιάδων.

Κι όταν σπάσει ένα ποδαράκι ή ξεθωριάσει το χρώμα τους, καταλήγουν σε έναν κάδο κάπου στη γωνία — όπως αυτή.

Έτσι τελειώνει ο κύκλος των μπλε καρεκλών, όπως και των ανθρώπων.

Από τις αίθουσες των ονείρων, στα σκουπίδια της λήθης.

Κι όμως, καμιά φορά, ένας περαστικός στέκεται και θυμάται.

«Πόσο κάνει να ξεχάσεις μια ζωή;» αναρωτήθηκα.

Και πόσο να θυμάσαι χωρίς να πονάς;

Έβγαλα το κινητό και την τράβηξα φωτογραφία. Στο φακό φάνηκε σχεδόν όμορφη. Το μπλε της γυάλιζε κάτω από τη λάμπα, λες και ήθελε να αποδείξει ότι δεν παραδόθηκε. Την ανέβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με λεζάντα:

Πάντα τα όνειρα κοστίζουν ακριβά. Όμως δεν κράτησα ποτέ τις αποδείξεις.”

Μέσα σε λίγα λεπτά, σχόλια, καρδούλες, αναμνήσεις από φίλους που είχα να δω χρόνια. Ίσως τελικά αυτό να είναι το μόνο που μας ενώνει: η μνήμη όσων χάσαμε.

Το πρωί, ξαναπέρασα από το ίδιο σημείο. Ο κάδος ήταν άδειος. Η καρέκλα είχε φύγει. Για μια στιγμή στεναχωρήθηκα — σαν να έχασα κάτι δικό μου.

Ύστερα, σκέφτηκα πως ίσως κάποιος την πήρε, την καθάρισε, την έβαψε ξανά και την έβαλε σε κάποιο μπαλκόνι.

Ίσως εκείνη τη στιγμή, ένα παιδί να κάθεται πάνω της και να ζωγραφίζει έναν ήλιο με μπλε καρέκλες γύρω του.

Και κάπως έτσι, να συνεχίζεται ο κύκλος.

Το βράδυ, άνοιξα το παλιό μου τετράδιο και έγραψα μια φράση στην πρώτη σελίδα:

«Τώρα που πήρα τη ζωή μου απ’ την αρχή,

γεια σας, αγάπες, γεια σας έρωτες μοιραίοι.

Έχασα, κέρδισα και έμεινα ταπί,

μα φεύγουν οι άνθρωποι κι αφήνουν μόνο χρέη…»



Έπειτα, κάτω από τη φράση, σχεδίασα μια μπλε καρέκλα.

Ήταν στραβή, παιδική, μα είχε ψυχή.

Κι ίσως, σκέφτηκα, να είναι αυτή η αρχή μιας νέας ιστορίας — εκεί όπου η φαντασία ξανασυναντά την πραγματικότητα, και η ζωή, όπως και οι καρέκλες, βρίσκει πάντα τρόπο να συνεχίσει.



Αθανασία Παπαδοπούλου

23/10/2025


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Το διήγημα είναι ε μπνευσμένο από τους στίχους του Νίκου Παπακώστα – «Μπλε Καρέκλες» και τη μουσική που συνέθεσε ο Αντώνης Βάμβουκας. ...