Πρόσφατα διάβασα ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα «ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ» του Γ.Ι. Μεγαλομάστορα. Ξεκινάει λοιπόν με κάτι που πολύ θα ήθελα να χρησιμοποιήσω γιατί με εκφράζει, είναι λόγια του Μ. Φωτόπουλου: «Εγώ δεν ζωγραφίζω για να με λεν ζωγράφο, ζωγραφίζω για να εκτονώνομαι εγώ. Εγώ δεν γράφω για να με λεν συγγραφέα, γράφω για να εκτονώνομαι εγώ.»
Η ιστορία που θα διηγηθώ είναι φανταστική και δεν περιέχει κανένα προσωπικό μου βίωμα. Τα ονόματα επίσης που θα χρησιμοποιήσω είναι φανταστικά.
Η αναφορά γίνεται σε ένα 10χρονο αγόρι ονόματι Περίανδρος που είχε το χάρισμα της 6ης αίσθησης. Η αλήθεια είναι ότι όλοι έχουμε την 6η αίσθηση. Κάποιοι λίγο, κάποιοι πολύ. Τι είναι όμως πραγματικά η έκτη αίσθηση; Η έκτη αίσθηση ή οι λεπτές ικανότητες αντίληψης, είναι η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τις λεπτές διαστάσεις ή τον αόρατο κόσμο των αγγέλων, των φαντασμάτων, τον Ουρανό κ.λ.π. Περιλαμβάνει επίσης την ικανότητά μας να κατανοήσουμε τη λεπτή σχέση αιτίου-αποτελέσματος πίσω από πολλά γεγονότα, η οποία είναι πέρα από την κατανόηση του πνεύματος.
Ο Περίανδρος λοιπόν είχε χάρισμα, το χάρισμα να διαβάζει την ψυχή του ανθρώπου. Αλήθεια, να είναι προτέρημα αυτό για ένα παιδί ή μήπως βάσανο; Το παιδί αυτό μπορούσε να μεταβιβάσει την σκέψη του, καθώς επίσης να έχει και τηλεπάθεια. Από μικρός που ήταν όταν του μιλούσες καταλάβαινες πως είναι έτη φωτός μπροστά. Αδιαμφισβήτητα, ήταν διαφορετικό από τα άλλα παιδιά και αυτό φαινόταν. Έβλεπε πολλά όνειρα και μάλιστα πολλά απ αυτά ήταν σημαδιακά.
Στo σχολείο ακόμα, όντας μοναχικός, τον πλησίαζαν πάντα τα παιδιά για να τον πειράξουν, τα παιδιά όμως είναι παιδιά, αθώα, χωρίς πονηριά και εκείνος όμως ως δια μαγείας το καταλάβαινε και αυτό. Ο δάσκαλος είχε καταλάβει και εκείνος ότι ήταν ιδιαίτερο παιδί, έτσι μια μέρα κάλεσε τους γονείς του να τους αναφέρει ένα περιστατικό το οποίο δεν θεώρησε τυχαίο. Οι γονείς του, ξέροντας φυσικά ότι έχουν ένα παιδί με πολλαπλές ικανότητες παραβρέθηκαν στο γραφείο του δασκάλου ο οποίος και τους διηγήθηκε το γεγονός:
«Προχθές ο γιός σας ήρθε το πρωί και μου είπε πως στον ύπνο του είδε την Άννα τη συμμαθήτρια του να του ζητάει βοήθεια για κάτι που δεν του ήταν πολύ ξεκάθαρο, αλλά επειδή την είδε να κλαίει έντονα, έτρεξε και την αγκάλιασε. Στη συνέχεια της είπε να μην φοβάται γιατί αυτό το θέμα της υγείας που έχει αν και θα τη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή δεν θα της προκαλέσει ποτέ πόνο και θα ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Επίσης, θα έχει πολύ τύχη στη ζωή της και θα κάνει μια υπέροχη οικογένεια, έτσι εκείνη σταμάτησε το κλάμα και αγκαλιάστηκαν».
Ξαφνικά όμως εκείνος χάθηκε απ το όνειρο, ο ίδιος αυτό θυμόταν. Τους ανέφερε, λοιπόν, πως ο λόγος που τους κάλεσε ήταν αν ήθελαν να το αναφέρουν και στους άλλους γονείς της Άννας αφού ήταν κάτι ευχάριστο. Δεν διαφώνησαν και έτσι τους κάλεσε ενώπιον του Περίανδρου, της Άννας και των γονιών. Πράγματι, οι γονείς της Άννας έμειναν έκπληκτοι στο άκουσμα αυτού του ονείρου, αναφέροντας ότι όντως υπήρχε ένα προβληματάκι υγείας αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο.
Τα χρόνια πέρασαν, τελείωσαν το δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο και ο Περίανδρος έχοντας βρει τον δρόμο του αποφάσισε να γίνει ψυχολόγος και παράλληλα ένορκος, δηλαδή να συμμετέχει σε δικαστήρια ως λαϊκός δικαστής, ήθελε να υπάρχει δικαιοσύνη και να μην υπάρχει αδικία. Ήθελε να βοηθάει τον κόσμο.
Τελειώνοντας με τις σπουδές του και έχοντας αποκτήσει αρκετές γνώσεις και πάντα με το αλάνθαστο ένστικτό του άνοιξε δικό του γραφείο .Οι γονείς του ,πιστοί συνοδοιπόροι και στήριγμά του τον υποστήριζαν σε κάθε του βήμα. Οι φίλοι λίγοι αλλά εκλεκτοί, τον εκτιμούσαν απεριόριστα, οι δε πελάτες ευγνώμονες, τους είχε βοηθήσει όλους με τον τρόπο του και αυτούς και άλλους τόσους και παράλληλα προσπαθούσε να φτιάξει τη δική του ζωή.
Γνώρισε μια καλή κοπέλα την Κατερίνα που ήταν από μια αξιοπρεπή οικογένεια με ήθος και αρκετά όμως βάσανα μιας και ο πατέρας της ήταν ανάπηρος πολέμου. Αρραβωνιάστηκαν και σύντομα παντρεύτηκαν.
Ένα βράδυ, ξημέρωνε της Αγ.Αννας,9-12,ο Περίανδρος είδε ένα περίεργο όνειρο, ήταν λέει σε μια αίθουσα δικαστηρίου και ξαφνικά όλοι όσοι ήταν σ αυτή την αίθουσα πέθαναν από ασφυξία, το κτίριο είχε πιάσει φωτιά αλλά κανείς δεν μπορούσε να βγει από την πόρτα ή τα παράθυρα, ξύπνησε ιδρωμένος στις 2:00 τα ξημερώματα, μη μπορώντας να ξανακοιμηθεί.
Αναστατώθηκε απ αυτό το όνειρο, πριν προλάβει να το διηγηθεί στην γυναίκα του την Κατερίνα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν οι γονείς του. Δυστυχώς, η ξαδέλφη της μαμάς του, η αγαπημένη του θεία απ την Καβάλα πέθανε από ανακοπή.’ Έτσι, λοιπόν, τα ξημερώματα ,οι γονείς του μαζί και ο Περίανδρος ξεκίνησαν οδικώς για την Καβάλα.
Η Κατερίνα θα έπρεπε να είναι κοντά στους γονείς της και έμεινε πίσω.
Ύστερα από ένα κουραστικό και ψυχοφθόρο διήμερο πήραν τον δρόμο της επιστροφής, η μοίρα όμως τους επιφύλασσε όμως ότι χειρότερο, ο πατέρας του Περίανδρου έδωσε το αυτοκίνητο και από αμέλεια ο Περίανδρος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και προσέκρουσε μετωπικά με άλλο αμάξι. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, σκοτώθηκαν οι γονείς του και το ζευγάρι στο άλλο αμάξι. Ο Περίανδρος σώθηκε αλλά ήταν βαριά τραυματισμένος.
Ύστερα από αρκετά χρόνια και έχοντας πάντα στο πλευρό του τη σύζυγό του την οποία και ήταν έγκυος όταν είχαν ξεκινήσει εκείνο το ταξίδι και έχοντας και μικρό παιδί πλέον, ο Περίανδρος έκλεισε το ιατρείο για ευνόητους λόγους αλλά δεν άφησε ποτέ τη δικαστική αίθουσα. Είχαν δει τόσα τα μάτια του, είχε ζήσει τόση αδικία να επικρατεί στον κόσμο που ήθελε να παλέψει για το δίκιο και να το βλέπει να κυριαρχεί στον κόσμο.
Ωστόσο, προτού ξανακάτσει ως ένορκος, θα έπρεπε να περάσει ο ίδιος απ τα έδρανα ως κατηγορούμενος για το τροχαίο που προκάλεσε άθελά του και ήρθε αντιμέτωπος με τα δύο παιδιά του άλλου ζευγαριού ζητώντας αποζημίωση και την παραδειγματική τιμωρία του, που τους στέρησε τους γονείς.
Τα δύο παιδιά ορφανά από γονείς και μην έχοντας ξεπεράσει ακόμα το σοκ είχαν πολύ θυμό για τον Περίανδρο και την οικογένειά του, και ήθελαν να τιμωρηθεί.
Η δίκη κράτησε μέρες, έπρεπε να εξεταστούν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. Ο Περίανδρος δεν είχε γονείς, είχε επανέλθει σωματικά αλλά όχι ψυχικά, έκλεισε το ιατρείο του ως ψυχολόγος, ήταν σε διαθεσιμότητα ως ένορκος και μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση είχε ανήλικο παιδί και ευτυχώς μια σύζυγο πάντα στο πλάι του.
Ο Περίανδρος, είχε άσχημο ένστικτο εκείνη την τελευταία μέρα της δίκης. Την τελική απόφαση και λόγω διαφωνίας στην έδρα για πρώτη φορά στα χρονικά θα την έδιναν οι ένορκοι.
Για να μην υπάρχουν όμως δεύτερες σκέψεις αποφάσισαν μόνο γι αυτή την δίκη να βάλουν άλλους ενόρκους από τους συναδέλφους του για να μην επηρεαστούν επειδή τον γνώριζαν.
Η μεγάλη μέρα έφτασε, η υπόθεση έφτανε στο τέλος, ο νόμος έλεγε ότι δεν θα είναι εξαγοράσιμη η ποινή γιατί υπήρχαν και δύο ανήλικα, οι ένορκοι αποφάσισαν:
Όλο όρθιοι, κατάμεστη η αίθουσα από κόσμο που στα πρόσωπά τους τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Αθώος ή ένοχος λοιπόν;
Ξαφνικά μια ένορκος σηκώθηκε όρθια και είπε :Ο Περίανδρος είναι ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου και που από τυχαία επιλογή βρίσκομαι εδώ ως επιλαχούσα ένορκος, το όνομά μου είναι ……………και λιποθύμησε.
Ακολούθησε αναστάτωση μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, ο Περίανδρος της έκανε μαλάξεις, ωστόσο κοιτάζοντάς την θυμήθηκε το πρόσωπο εκείνο που είχε να δεί τόσα χρόνια. Ήταν η γλυκιά Άννα του δημοτικού, σε μια στιγμή μέσα πέρασαν όλα σαν αστραπή από μυαλό του.
Το τότε όνειρο που είδε με την Άννα, θυμήθηκε που είχε το πρόβλημα υγείας και φώναζε να έρθει γρήγορα ο γιατρός, μα και τη μέρα που πέθανε η θεία του ήταν παραμονή της Αγίας Άννας 9/12,κοίταξε το ρολόι του ήταν 2:00 ακριβώς, Άννα της φώναξε κράτα γερά θα κάνεις μια ευτυχισμένη οικογένεια και θα είσαι ευτυχισμένη στη ζωή σου μην τα παρατήσεις. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα μέσα στην αίθουσα, μόνο η γυναίκα του, η οποία και τα γνώριζε ολ αυτά.
Το ασθενοφόρο ήρθε, την πρόλαβε. Η αίθουσα μετά τον πανικό που προκλήθηκε και με μείον έναν ένορκο δεν μπορούσε να βγεί απόφαση,έτσι η δίκη έπρεπε να διακοπεί μέχρι να αντικατασταθεί η ένορκος.
Η ένταση και η πίεση μεγάλη για όλους, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, τότε ο Περίανδρος και λίγο πριν βγει απ την δικαστική αίθουσα και ενώ όλοι είχαν βγει, κρατούμενος με χειροπέδες γύρισε τα μάτια του στο παράθυρο και είδε δύο αγγέλους, φοβήθηκε, μια γρήγορη λάμψη του έκοψε τη σκέψη, όμως κάποια φασαρία γινόταν απ έξω και κάποιοι πέταξαν ένα κρότου λάμψης, στην αίθουσα το παράθυρο έσπασε, σχεδόν άδεια πλέον με έναν αστυνομικό, την γυναίκα του και το παιδί του. Πρόλαβε να φωνάξει: Κατερίνα, τρέξε με το παιδί, ο αστυνομικός προσπάθησε να λύσει τις χειροπέδες, η πόρτα δεν άνοιγε, η αίθουσα φλεγόταν.
Εκείνος, η γυναίκα του, το παιδί του και ο ένας αστυνομικός με πόρτα κλειστή μέσα σε έναν φοβερό πανικό, αρπάζει το όπλο, πυροβολεί την πόρτα και τρέχει, η γυναίκα του έξω, ο καπνός ανυπόφορος πια, λέει και στον αστυνομικό να τρέξει και εκείνος, ακολουθεί, κι όμως εκεί στο παράθυρο οι δύο άγγελοι τον κοιτάνε επίμονα, βγαίνουν όλοι, εκείνος όμως στέκεται για ένα τελευταίο λεπτό, ναι, τους αναγνωρίζει, είναι οι γονείς του.
Δυστυχώς όμως γίνεται έκρηξη και δεν προλαβαίνει να βγει απ την αίθουσα, η γυναίκα του ουρλιάζει και εκείνος την κοιτάει απ το παράθυρο πια, αλλά εκείνη δεν τον βλέπει.
Ο Περίανδρος είναι νεκρός, εκεί παρέα με τους γονείς του.Η Κατερίνα και το παιδί σώθηκαν.Η Άννα,επανέρχεται και ζεί μια ευτυχισμένη ζωή,κάνει δύο παιδιά και ζεί μέχρι τα βαθιά γεράματα,Τη ζωή της τη χρωστάει σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που την κράτησε ζωντανή ο Περίανδρος μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο.
Οδός Περιάνδρου ονομάστηκε ένα δρομάκι εκεί κοντά στα δικαστήρια.
Αργότερα, η σύζυγός του βρήκε μια χειρόγραφη επιστολή που την υπέγραφε ο ίδιος: «Αγαπημένη μου, τώρα που θα το διαβάζεις αυτό δεν θα είμαι στη ζωή, θέλω να παραμείνεις δυνατή όπως σε γνώρισα. Στην Καβάλα εκείνη την μέρα που πήγα με τους γονείς μου γνώριζα ήδη την εξέλιξη των πραγμάτων, τώρα που σου γράφω είναι παραμονή της Αγ. Άννας, όταν όλα θα έχουν τελειώσει για μένα και επειδή νιώθω απεσταλμένος εδώ θέλω να θυμάσαι ότι θα σε αγαπώ για πάντα. Περίανδρος.»
Ξαφνικά άκουσε το όνομά του:
-Περίανδρε, Περίανδρε, ξύπνα, δεν θα πας σχολείο σήμερα;
Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του.
- Μαμά, είσαι εδώ;
-Τι έπαθες παιδάκι μου; Εγώ είμαι.
-Τίποτα μαμά, ένα κακό όνειρο.
-Έλα σήκω θα έρθω και εγώ και ο μπαμπάς μαζί σου σήμερα, είπε ο δάσκαλος ότι θέλει να μας μιλήσει για σένα. Γιατί χαμογελάς Περίανδρε; Ξέρεις τι θέλει να μας πει;
-Μαμά, μπαμπά, πάμε, θέλω πρώτα όμως να σας αγκαλιάσω και να σας πω πόσο πολύ σας αγαπάω!
-Και εμείς αγάπη μου, είσαι τόσο καλό και χαρισματικό παιδί. Είμαστε περήφανοι για σένα.
Ο Περίανδρος, το ίδιο βράδυ έκανε την προσευχή του, λέγοντας ένα ευχαριστώ που θα του δινόταν η ευκαιρία να κάνει όλα αυτά τα καλά και ακόμα παραπάνω. Τίποτα δεν θα άλλαζε απ την πορεία που είχε ήδη προδιαγραφεί. Του δόθηκε η ευκαιρία να είναι και μελλοντικά ένας απεσταλμένος.
Ένα είναι σίγουρο, πως ποτέ δεν θα μετάνιωνε γι αυτό.
Το βιβλίο είναι γραμμένο από την Άννα και την Κατερίνα, δύο γυναίκες που τίμησαν τον Περίανδρο.
Ελπίζω, όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο να γίνει ακόμα πιο καλός άνθρωπος, να εμπιστευόμαστε το ένστικτό μας, να αρπάζουμε τις ευκαιρίες και να ζούμε!
Μην ξεχνάτε ότι η ζήλεια και η κακία επιστρέφουν και πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο.
Αθανασία Παπαδοπούλου - 28/3/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου